ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
Τζάουλ — ο, Ν φρ. α) «εκτόνωση Τζάουλ» φυσ. αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου χωρίς την παραγωγή εξωτερικού έργου, εκτόνωση η οποία, στην περίπτωση ενός ιδανικού αερίου πραγματοποιείται χωρίς μεταβολή τής θερμοκρασίας β) «νόμος Τζάουλ» i) θερμοδυναμικός… … Dictionary of Greek
ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… … Dictionary of Greek